στάνη — η μαντρί: Μπήκε ο λύκος μέσα στη στάνη και έφαγε τα πρόβατα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραστάνη — η 1. μικρή στάνη που βρίσκεται κοντά στο κύριο ποιμνιοστάσιο 2. μικρή στάνη που βρίσκεται στην ίδια περιοχή με την κύρια στάνη, σε μέρος όμως ψηλότερο ή χαμηλότερο από αυτήν … Dictionary of Greek
Sarakatsani — (Σαρακατσάνοι) Karakachani (Каракачани) Sarakatsani children in Kotel, Bulgaria. Total population unknown Regions with significant populatio … Wikipedia
αγελαδόστανη — και γελαδόστανη, η στάνη για αγελάδες και βόδια (αλλιώς αγελαδομάντρι) … Dictionary of Greek
αλογόστανη — η ο αλογόσταβλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + στάνη] … Dictionary of Greek
γιδόγραικο — και γιδογραίκι και γιδέγρεκο και γιδογρέκι, το στάνη με γίδια … Dictionary of Greek
κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… … Dictionary of Greek
μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
μαντρί — το (Μ μανδρί και μαντρί) [μάντρα] περιφραγμένος τόπος για σταβλισμό κτηνών, στάνη, ποιμνιοστάσιο μσν. 1. κοπάδι, ποίμνιο 2. οι πιστοί, ομάδα πιστών 3. ναός … Dictionary of Greek
μπάτζος — ο τυροκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. baciu (πρβλ. σερβ. batch, βουλγ. batchiya «στάνη, τυροκομείο»)] … Dictionary of Greek