στάνη

στάνη
η, Ν
1. χώρος όπου οι βοσκοί εγκαθιστούν τα κοπάδια τών ζώων τους και εκτελούν, σε ιδιαίτερους χώρους, τις εργασίες για την παραγωγή τού γάλακτος και τού τυριού, αλλ. ποιμνιοστάσιο, μάντρα, στρούγκα
2. (κατ' επέκτ.) απλή κτηνοτροφική μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. stan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στάνη — η μαντρί: Μπήκε ο λύκος μέσα στη στάνη και έφαγε τα πρόβατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστάνη — η 1. μικρή στάνη που βρίσκεται κοντά στο κύριο ποιμνιοστάσιο 2. μικρή στάνη που βρίσκεται στην ίδια περιοχή με την κύρια στάνη, σε μέρος όμως ψηλότερο ή χαμηλότερο από αυτήν …   Dictionary of Greek

  • Sarakatsani — (Σαρακατσάνοι) Karakachani (Каракачани) Sarakatsani children in Kotel, Bulgaria. Total population unknown Regions with significant populatio …   Wikipedia

  • αγελαδόστανη — και γελαδόστανη, η στάνη για αγελάδες και βόδια (αλλιώς αγελαδομάντρι) …   Dictionary of Greek

  • αλογόστανη — η ο αλογόσταβλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + στάνη] …   Dictionary of Greek

  • γιδόγραικο — και γιδογραίκι και γιδέγρεκο και γιδογρέκι, το στάνη με γίδια …   Dictionary of Greek

  • κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… …   Dictionary of Greek

  • μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μαντρί — το (Μ μανδρί και μαντρί) [μάντρα] περιφραγμένος τόπος για σταβλισμό κτηνών, στάνη, ποιμνιοστάσιο μσν. 1. κοπάδι, ποίμνιο 2. οι πιστοί, ομάδα πιστών 3. ναός …   Dictionary of Greek

  • μπάτζος — ο τυροκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. baciu (πρβλ. σερβ. batch, βουλγ. batchiya «στάνη, τυροκομείο»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”